ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΕΙΝΑΣ
Πρόσωπα: αγόρι, κορίτσι
Κορίτσι:
Νύχτωσε κι
απόψε….Άλλη μια νύχτα, μια δύσκολη νύχτα…πώς θα περάσει;
Κι η μέρα; Πώς πέρασε η μέρα; Οι νύχτες κι οι μέρες περνάνε βασανιστικά. Τι σημασία έχει τι ώρα είναι, τι εποχή;
Κι η μέρα; Πώς πέρασε η μέρα; Οι νύχτες κι οι μέρες περνάνε βασανιστικά. Τι σημασία έχει τι ώρα είναι, τι εποχή;
Ο χρόνος
σταμάτησε ένα πρωινό, όταν οι σειρήνες ήχησαν δυνατά κι από στόμα σε στόμα τα
νέα διαδόθηκαν σαν αστραπή :" Γερμανοί στην πόλη, ήρθαν στην Ελλάδα οι
Γερμανοί".
Από κείνη
την ώρα, η ζωή μας άλλαξε.
Ο πατέρας πήγε στα βουνά, να πολεμήσει για την πατρίδα.
Η μάνα φροντίζει τους αρρώστους στα νοσοκομεία. Εγώ δεν ξαναπήγα σχολείο από κείνη τη μέρα. Στο σπίτι ζω με τη γιαγιά μου, οι δυο μας, μόνο οι δυο μας.
Ο πατέρας πήγε στα βουνά, να πολεμήσει για την πατρίδα.
Η μάνα φροντίζει τους αρρώστους στα νοσοκομεία. Εγώ δεν ξαναπήγα σχολείο από κείνη τη μέρα. Στο σπίτι ζω με τη γιαγιά μου, οι δυο μας, μόνο οι δυο μας.
Σε ποια τάξη
θα πήγαινα φέτος;
Δεν ξέρω… Μόνο στην πρώτη πήγα και δεν πρόλαβα να την τελειώσω. Πώς θα ΄θελα να πήγαινα σχολείο, να γυρνούσα σπίτι και να καθόμασταν όλοι στο τραπέζι… Και τ΄απόγευμα να έπαιζα στη γειτονιά με τους φίλους και να ήμουν χαρούμενη…
Δεν ξέρω… Μόνο στην πρώτη πήγα και δεν πρόλαβα να την τελειώσω. Πώς θα ΄θελα να πήγαινα σχολείο, να γυρνούσα σπίτι και να καθόμασταν όλοι στο τραπέζι… Και τ΄απόγευμα να έπαιζα στη γειτονιά με τους φίλους και να ήμουν χαρούμενη…
Γνώρισα τον
πόλεμο, στην πιο τρυφερή ηλικία. Τη μέρα τριγυρνάω στους δρόμους και ψάχνω να
βρω κάτι να φάω.
Ζητιανεύω. Με ρωτάς αν ντρέπομαι; Όχι δεν ντρέπομαι.
Με ρωτάς αν φοβάμαι; Ναι, φοβάμαι, μα προσπαθώ να κάνω τη γενναία, να κρύβω το φόβο μου.
Με ρωτάς αν πεινάω; Και βέβαια πεινάω. Αν μου δίνουν φαγητό; Όχι δεν μου δίνουν, γιατί δεν περισσεύει, όλοι πεινάνε…
Ζητιανεύω. Με ρωτάς αν ντρέπομαι; Όχι δεν ντρέπομαι.
Με ρωτάς αν φοβάμαι; Ναι, φοβάμαι, μα προσπαθώ να κάνω τη γενναία, να κρύβω το φόβο μου.
Με ρωτάς αν πεινάω; Και βέβαια πεινάω. Αν μου δίνουν φαγητό; Όχι δεν μου δίνουν, γιατί δεν περισσεύει, όλοι πεινάνε…
Τα βράδια
στο σπίτι κρυώνω…
Αγκαλιάζω τη γιαγιά για να ζεσταθώ. Δεν ξέρω τι είναι πιο δύσκολο, η πείνα, το κρύο, ο πόλεμος…
Αγκαλιάζω τη γιαγιά για να ζεσταθώ. Δεν ξέρω τι είναι πιο δύσκολο, η πείνα, το κρύο, ο πόλεμος…
Ποιος θα μου
απαντήσει;
Ποιος θα μου δώσει ελπίδα; Ποιος θα χτυπήσει τη σειρήνα της ειρήνης; Ποιος θα πάρει μακριά τον πόλεμο;
Ποιος θα μου δώσει ελπίδα; Ποιος θα χτυπήσει τη σειρήνα της ειρήνης; Ποιος θα πάρει μακριά τον πόλεμο;
Αγόρι:
Κορίτσι τι
κάνεις εδώ νυχτιάτικα; Γιατί είσαι μόνη;
Γιατί δεν είσαι στο σπίτι σου;
Βγήκα βόλτα να μετρήσω τ’ άστρα. Μια Τόσο ωραία
βραδιά…
Κάνεις
αστεία; Πήγαινε σπίτι κορίτσι, θα σε βρουν οι γερμανοί και τότε…
Ας με βρουν.
Τι θα πάθω; Μπορεί να μου δώσουν να φάω,
δεν ξέρεις, αυτοί τρώνε καλά, δεν βλέπεις πως γίνανε;
Πεινάς; Μα
τι ρωτάω, όλοι πεινάνε. Απόψε
όμως στάθηκες
τυχερή. Κρατάς μυστικό; Κλέψαμε ένα φορτηγό που μετέφερε τρόφιμα. Να πάρε αυτές
τις κονσέρβες και μια φραντζόλα να φας, εγώ έφαγα. Κρύψτα καλά στις τσέπες σου.
Σ΄ευχαριστώ
μου σώζεις τη ζωή φίλε, έχω μέρες να φάω, ζαλίζομαι.
Αυτές τις
δύσκολες ώρες όλοι θυσιαζόμαστε για την πατρίδα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου