Ο ΑΕΤΟΣ Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Ένα χρόνο πέρασαν οι χαρταετοί κλεισμένοι στην αποθήκη του
κυρ-Τάσου. Έμειναν εκεί περιμένοντας την επόμενη Καθαρά Δευτέρα, για να βγουν
στο φως. Όσο πλησίαζε ο καιρός, τόσο φούντωνε η συζήτηση. Κι ο καθένας βέβαια,
είχε διαφορετική γνώμη.
-Μακάρι να μείνω εδώ για πάντα, έλεγε ο χαρταετός Μίκυ, μια
χαρά είναι.
-Για φαντάσου να μ’ αγοράσει, κάποιο κακομαθημένο μικρό, τι
έχω να πάθω. Καλύτερα στην αποθήκη, φώναζε ο Πιγκουίνος.
-Εγώ θα ‘θελα να βγω έξω για μια μέρα κι ας μ’ έκλειναν και
πάλι σε κάποιο πατάρι ή αποθήκη, δε θα ‘χα πρόβλημα, έλεγε ο χαρταετός Πινόκιο.
-Δε φαντάζομαι να μιλάτε σοβαρά! Μπήκε στη μέση ο Αετός ο
χαρταετός. Εγώ επιθυμώ να μ’ αγοράσει ένα παιδάκι, να με πετάξει ψηλά. Θέλω να
κερδίσω την ελευθερία μου, βρε αδερφέ! Ζητάω πολλά; Δε μου φτάνει μια μέρα
λευτεριάς, θέλω μια ολόκληρη ζωή.
-Κι εγώ αυτό θέλω φίλε μου. Περιμένω σχεδόν δυο χρόνια να
φύγω από δω. Μ’ αυτήν την ελπίδα ζω, είπε ο χαρταετός Ινδιάνος κι αναστέναξε
βαθιά.
-Έλα μην απελπίζεσαι, τον παρηγόρησε ο Αετός ο χαρταετός,
ψηλά το κεφάλι. Έτσι μπράβο! Κοίτα, να λίγο ξεσκόνισμα θέλουμε κι είμαστε
έτοιμοι. Τι λες; Είμαστε κούκλοι!
-Καλά λες, είπε δυνατά ο Ινδιάνος. Ούτε η απογοήτευση βοηθά,
ούτε η απαισιοδοξία. Τώρα βλέπω, πως έχουμε μεγάλες φουντωτές ουρές κι αυτό
είναι προνόμιο.
-Έτσι μπράβο μεγάλε, σωστά μιλάς, φώναξε ο Αετός. Θ’
αγωνιστούμε. Τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς αγώνα.
Τις επόμενες μέρες, έκαναν σχέδια για το μέλλον οι δυο τους. Η ζωή βρήκε
νόημα. Οι άλλοι χαρταετοί τους κορόιδευαν.
-Λογαριάζετε χωρίς τον ξενοδόχο. Ποιος θα σας αγοράσει; Πού
θα πάτε; Πώς θα πετάξετε; Αν τελικά πετάξετε. Χμ! Πάλι εδώ θα γυρίσετε, με το
κεφάλι σκυμμένο και την ουρά σας σχισμένη. Τότε θα δούμε τι θα λέτε. Σ’ όλη μας
τη ζωή, μόνο λίγες ώρες ελευθερίας μας περιμένουν. Αυτή είναι δυστυχώς η μοίρα
των χαρταετών. Δεν το ξέρετε εσείς; Μας το δίδαξαν αυτό οι πρόγονοί μας, είπαν
με αυστηρό ύφος ο Μίκυ, ο Πιγκουίνος κι ο Πινόκιο.
Άκουγαν ο Ινδιάνος κι ο Αετός, μα δεν έχαναν το θάρρος τους.
Κοιτούσαν με νόημα ο ένας τον άλλο και χαμογελούσαν.
Ένα πρωινό, έφτασε στην αποθήκη ο κυρ-Τάσος με το γιο του.
Ήρθαν να δουν τους χαρταετούς, να
διαλέξουν για το μαγαζί τους.
-Έχουμε ωραίους χαρταετούς γιε μου. Δε θ’ αγοράσουμε άλλους,
συμφωνείς;
-Συμφωνώ πατέρα, έγνεψε ο γιος.
-Φίλοι μου, συνέχισε με φωνή που έτρεμε από συγκίνηση. Η
ελευθερία είναι το ύψιστο αγαθό. Πώς αντέχετε να ζείτε στη σκλαβιά και να μη
σας νοιάζει; Να μην προσπαθείτε ν’ αλλάξετε τη μοίρα σας;
-Και τι λες να κάνουμε; Είπαν με μια φωνή οι άλλοι χαρταετοί.
-Να πολεμήσουμε για τη λευτεριά μας. Να διεκδικήσουμε όλοι
μαζί τα δικαιώματά μας. Δε γεννηθήκαμε
σκλάβοι . Γεννηθήκαμε λεύτεροι. Είμαστε φτιαγμένοι για τους ουρανούς, όχι για
τις αποθήκες.
-Και πού τα ξέρεις εσύ αυτά, έξυπνε, είπαν πάλι με ειρωνεία.
-Τα έλεγε ο τεχνίτης που μ’ έφτιαξε, είπε αποφασιστικά ο
Αετός.
-Και τι έλεγε δηλαδή; Ρώτησαν ειρωνικά.
-Έλεγε ότι είναι ωραία να πετάς κοντά στα σύννεφα και στα
πουλιά. Μάλιστα ξέρετε τι άλλο είπε; Συνέχισε ο Αετός.
-Δεν ξέρουμε, για λέγε.
-Είπε πως είμαι γερός, δυνατός και πως μπορώ να κάνω μεγάλα
ταξίδια, να κατακτήσω τους αιθέρες…
-Βρε
τρελοαετέ! Βρε παλαβέ! Ξέρουμε ότι είσαι ονειροπόλος, μα το κακό παράγινε. Κάνε
ό, τι θες. Εμείς θέλουμε την ησυχία μας. Άκου θα κατακτήσει τους ουρανούς!
Είπαν κοροϊδευτικά και ξέσπασαν σε γέλια. Χα! Χα!
Ο Αετός έμεινε μόνος, σκεπτικός. Τώρα ένιωθε πιο
αποφασισμένος να λευθερωθεί. Όσο για τους άλλους, μακάρι να τον πίστευαν… Αλλά
ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του… για τις πράξεις του…
Σε λίγο τον
πλησίασε ο Ινδιάνος:
-Φίλε, τα λόγια σου είναι σοφά, μιλούν στην καρδιά μου σαν
βάλσαμο.
-Άραγε αξίζει η ζωή χωρίς ελευθερία, φιλία, δίχως αγάπη; Είπε
ο Αετός κι αναστέναξε.
-Για στάσου, ένα-ένα. Ελευθερία είναι το πέταγμα στους
ουρανούς, να κάνεις ό, τι θες. Φιλία είναι η εκτίμηση και ο σεβασμός. Να όπως
εμείς. Αγάπη, τι σημαίνει; Ρώτησε με φανερή αγωνία ο Ινδιάνος.
-Αγάπη είναι να πετάς πιο πάνω κι απ’ τους ουρανούς. Είναι η
μεγάλη ευτυχία. Μάθε τώρα το πιο κρυφό μου όνειρο. Θέλω, εκεί που θα πετώ, να
βρω μια ομορφούλα χαρταετίνα ν’ αγαπήσω. Να γίνουμε ζευγάρι, να ταξιδεύουμε
μαζί…
-Ωραία που είναι τα όνειρα! Ξέρεις κάτι φίλε; Μόνο το σώμα
φυλακίζεται. Το πνεύμα και η ψυχή μένουν λεύτερες!
-Τι ωραία που τα λες, Ινδιάνε, είσαι χαρισματικός καλέ μου
φίλε. Αξίζει που σε γνώρισα. Τώρα όμως πρέπει να κοιμηθούμε. Καληνύχτα, είπε ο
Αετός.
-Καληνύχτα, όνειρα γλυκά, αποκρίθηκε ο Ινδιάνος κι έκλεισε τα
μάτια του.
Την επόμενη μέρα, ο κυρ-Τάσος με το γιο του, μετέφεραν τους
χαρταετούς, από την αποθήκη στο κατάστημα.
-Έχουμε όμορφους χαρταετούς πατέρα, θα τους πουλήσουμε
σίγουρα.
Τους βάλανε στη βιτρίνα. Ο Αετός κι ο Ινδιάνος καμάρωναν δίπλα-δίπλα.
-Το ταξίδι της ελευθερίας ξεκίνησε, είπε ο Αετός.
-Ας κάνουμε την προσευχή μας να ‘ μαστε τυχεροί, αύριο που θα
‘ρθουν οι πρώτοι πελάτες.
Το πρωί, ο ήλιος πρόβαλε λαμπερός. Έριξε τις αχτίνες και
ξύπνησε τους χαρταετούς-Ξημέρωσε, είπε ο Ινδιάνος. Κοίτα τον ήλιο.
-Ποιος είναι ο ήλιος; Ρώτησε έκπληκτος ο Αετός.
-Να, εκείνο το στρογγυλό στον ουρανό, που φωτίζει και
ζεσταίνει, είπε ο Ινδιάνος.
-Πανέμορφα είναι έξω,
συμπλήρωσε ο Αετός.
-Δες κάποια παιδιά έρχονται προς τα δω. Ας χαμογελάσουμε
λοιπόν, είπε ο Ινδιάνος κι ένιωσε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή.
Ένας κύριος με δυο παιδιά, στάθηκε στη βιτρίνα.
-Ποιος
χαρταετός σας αρέσει, παιδιά; Διαλέξτε!
-Εμένα ο Αετός πατέρα, είπε το αγόρι.
-Εγώ θέλω αυτόν, τον Ινδιάνο, είπε το κορίτσι.
-Ωραία, πάμε λοιπόν στο κατάστημα να τους αγοράσουμε, παιδιά.
Σιγά-σιγά προχωρούσαν προς την ελευθερία. Βγήκαν έξω τα
παιδιά. Το αγόρι κρατούσε τον Αετό και το κορίτσι τον Ινδιάνο.
-Πήραμε τους πιο ωραίους χαρταετούς, είπε το αγόρι.
-Εγώ νομίζω πως ο Ινδιάνος μου χαμογέλασε, είπε το κορίτσι,
-Για να δούμε, θα καταφέρουν να πετάξουν; είπε ο πατέρας.
Στη διαδρομή για το σπίτι, οι χαρταετοί έβλεπαν τους
ανθρώπους. Ωραία που ήταν! Το βράδυ έκαναν τα τελευταία σχέδια. Ένα βήμα, πριν
την ελευθερία. Ο χρόνος τους φαινόταν αιώνας.
-Αύριο, είπε ο Αετός.
-Αύριο φίλε, είπε κι ο Ινδιάνος.
Ξημέρωσε η μεγάλη μέρα. Τα παιδιά έτρεξαν και πήραν τους
χαρταετούς. Χαρούμενα ανέβηκαν στο αυτοκίνητο. Πήγαν στη θάλασσα. Εκεί φυσούσε
ένα απαλό αεράκι.
-Ιδανικός καιρός, για
πέταγμα χαρταετού, είπε η μαμά, για να τους δώσει θάρρος.
Τα παιδιά άρχισαν να ξετυλίγουν τους σπόγγους. Ο πατέρας τους
βοηθούσε. Οι χαρταετοί άρχισαν ν’ ανεβαίνουν σιγά-σιγά. Ο Αετός βιάστηκε.
-Πετάω, φώναξε και κοίταξε κάτω. Μα ζαλίστηκε κι έπεσε.
-Πρόσεχε Αετέ, είπε στον εαυτό του. Τα λάθη πληρώνονται
ακριβά.
-Τρέχα, πατέρα, ο χαρταετός μου έπεσε, φώναξε το αγόρι.
Ο μπαμπάς τράβηξε το σπάγκο. Άρχισε και πάλι ν’ ανεβαίνει.
Τώρα ήταν πιο προσεχτικός. Από κοντά του κι ο Ινδιάνος ανέβαινε.
-Μαμά, κοίτα τι ωραία χρώματα που έχει ο Ινδιάνος μου! Φώτισε
τον ουρανό.
Ο Αετός, μάζεψε όλες του τις δυνάμεις. Άρχισε ν’ αναπνέει
καλύτερα. Πήρε φόρα. Κούνησε την ουρά του πέρα δώθε και σβουμ, έφυγε σαν
πύραυλος προς τα πάνω.
-Φίλε, βάλε τα δυνατά σου, φώναξε ο Αετός.
-Έρχομαι, μα, μην ξεχνάς, είμαι λίγο…γέρος.
Τώρα πια ο Αετός πετούσε ψηλά, μαζί με τα πουλιά. Αυτά τον
κοιτούσαν παράξενα. Τότε να, ένας πολύτιμος σύμμαχος, που δεν είχε υπολογίσει.
Ένας δυνατός αέρας φύσηξε κι έφυγε ο σπάγκος, απ’ τα χέρια του αγοριού.
-Έφυγε, κλαψούρισε το παιδί.
-Είναι άξιος χαρταετός, αφού κατάφερε να πετάξει, είπε ο
πατέρας.
Ο Αετός πετούσε στα σύννεφα και δεν άκουγε τις φωνές. Ήταν πια
ελεύθερος. Ελεύθερος!
Πάνω στην ευτυχία του, δεν ξέχασε το φίλο του. Κοίταξε πίσω
του. Δυστυχώς ο Ινδιάνος δεν τα κατάφερε. Τότε η χαρά του μετριάστηκε.
-Έλα σε παρακαλώ, λίγο ακόμη, φώναξε ο Αετός, έλα μπορείς,
αγωνίσου.
-Δεν μπορώ. Εσύ φύγε. Κι αυτό που κατόρθωσα σήμερα για μένα
είναι άθλος. Να με θυμάσαι, φίλε.
-Θα σε θυμάμαι, το υπόσχομαι.
Τ’ απογευματάκι, η οικογένεια γύρισε σπίτι. Το κορίτσι είχε
στα χέρια του τον Ινδιάνο. Τον κοίταξε και τον λυπήθηκε. Τότε της ήρθε μια
ιδέα.
-Εσένα, θα σ’ αφήσω εδώ στο δέντρο, δεν θα σε βάλω στην
αποθήκη, είναι κρίμα να ζεις στο σκοτάδι.
Την επόμενη μέρα, ο Αετός ξαναγύρισε κι είδε τον Ινδιάνο, που
ήταν δεμένος στο δέντρο, μπροστά στο σπίτι. Από τότε, τη μέρα ταξίδευε στον
ουρανό. Τη νύχτα όμως, γυρνούσε στο φίλο του. Περνούσαν μαζί τα βράδια. Ο Αετός
έλεγε για τα σύννεφα, για τα πουλιά, για μια όμορφη χαρταετίνα που γνώρισε. Ο
Ινδιάνος άκουγε και χαμογελούσε ευτυχισμένος. Κι ήταν σα να ταξίδευε κι ο
ίδιος…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου